ΣτΕ πρόσφατα απέρριψε αίτηση φορολογούμενου ο οποίος είχε μεταφέρει κεφάλαια στην Ελβετία και στη συνέχεια τα επανέφερε, κρίνοντας ότι, χωρίς επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την προέλευση και την προηγούμενη φορολόγηση, τα ποσά αυτά συνιστούν προσαύξηση περιουσίας και υπόκεινται σε φορολόγηση στην Ελλάδα.
Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Στην υπόθεση ο ενδιαφερόμενος μετέφερε σημαντικά χρηματικά ποσά από την Ελλάδα στην Ελβετία και τα επανέφερε, υποστηρίζοντας ότι είχαν ήδη φορολογηθεί στη χώρα κατοικίας του. Το ΣτΕ όμως απέρριψε την αναίρεση, καθώς δεν διαπιστώθηκε επαρκής τεκμηρίωση για τα επίμαχα ποσά.
Το δικαστήριο τόνισε ότι όταν η προέλευση κεφαλαίων προέρχεται από το εξωτερικό, η έλλειψη αποδείξεων μετατρέπει τα εισερχόμενα ποσά σε προσαύξηση περιουσίας βάσει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, με συνέπεια την φορολόγηση στην Ελλάδα. Η κρίση στηρίχθηκε στην έλλειψη επαρκών εγγράφων που να επιβεβαιώνουν την προηγούμενη φορολόγηση.
Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο επιβεβαίωσε τη σταθερή γραμμή της νομολογίας για την ανάγκη παγιωμένη νομολογία και αυστηρής τεκμηρίωσης, ενώ υπέδειξε ότι οι διασυνοριακές μεταφορές υπόκεινται σε στενό έλεγχο από τις αρχές.
Νομικό σκεπτικό της απόφασης
Το ΣτΕ έθεσε το βάρος απόδειξης στην πλευρά του φορολογούμενου, επισημαίνοντας ότι δεν αρκούν γενικές αναφορές για εισοδήματα στο εξωτερικό ή για τραπεζικές κινήσεις. Απαιτούνται συγκεκριμένα στοιχεία για την προέλευση και τη φορολόγηση των κεφαλαίων.
Σύμφωνα με την απόφαση, η Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν υπάρχει σαφής απόδειξη ότι τα ποσά έχουν ήδη υποβληθεί σε φορολόγηση των ποσών στη χώρα προέλευσης ή κατοικίας.
Το δικαστήριο απορρίπτει την αποδοχή αξιώσεων που βασίζονται αποκλειστικά σε γενικούς ισχυρισμούς ή σε ανέλεγκτες τραπεζικές κινήσεις, απαιτώντας πιο συγκεκριμένα τεκμήρια.
Συνεπακόλουθες επιπτώσεις για φορολογούμενους
Η απόφαση σηματοδοτεί ότι φορολογούμενοι που μεταφέρουν κεφάλαια από ή προς το εξωτερικό πρέπει να διασφαλίζουν την παρουσίαση τραπεζικών παραστατικών και εγγράφων που να αποδεικνύουν την προέλευση. Η απουσία τέτοιων στοιχείων αυξάνει τον κίνδυνο φορολογικών επιβαρύνσεων.
Οι ελληνικές φορολογικές αρχές έχουν, σύμφωνα με τη νομολογία, τη δυνατότητα να εξετάζουν διεξοδικά τις μεταφορές κεφαλαίων και να ζητούν αποδείξεις για την τεκμηρίωση της φορολογικής τους μεταχείρισης. Αυτό το πλαίσιο υπογραμμίζει τον στενό έλεγχο σε διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων.
Εάν ο φορολογούμενος δεν προσκομίσει τα απαιτούμενα αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων ή επίσημες βεβαιώσεις, τα εισερχόμενα κεφάλαια ενδέχεται να υπόκειντο σε φορολόγηση ως προσαύξηση περιουσίας.
Απαιτήσεις τεκμηρίωσης για μεταφορές κεφαλαίων
Τα έγγραφα που το δικαστήριο ανέδειξε ως κρίσιμα περιλαμβάνουν αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων, τραπεζικά παραστατικά και επίσημες βεβαιώσεις από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές της χώρας προέλευσης. Χωρίς αυτά, η απόδειξη της προηγούμενης φορολόγησης θεωρείται ανεπαρκής.
Η τεκμηρίωση πρέπει να αποτυπώνει σαφή αλυσίδα συναλλαγών με ημερομηνίες χρέωσης και στοιχεία που συνδέουν τα μεταφερόμενα ποσά με συγκεκριμένα εισοδήματα ή δηλώσεις σε άλλη χώρα, ώστε να τεκμηριωθεί η εφαρμογή της σύμβασης.
Το ΣτΕ υπενθύμισε ότι η ύπαρξη της Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας δεν αντικαθιστά την ανάγκη για αποδεικτικά στοιχεία και ότι οι διεθνείς συμφωνίες ενεργοποιούνται μόνον μετά από επαρκή απόδειξη της προηγούμενης φορολογικής μεταχείρισης.