Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η μεταφορά της φορολογικής κατοικίας σε άλλη χώρα είναι δυνατή ακόμα και όταν ο ενδιαφερόμενος δεν ασκεί προσωπική επαγγελματική δραστηριότητα, εφόσον αποδεικνύεται ο μόνιμος και διαρκής χαρακτήρας της διαμονής.
Στην υπόθεση που έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο, η αιτούσα ζητούσε να θεωρηθεί φορολογική κάτοικος Κατάρ από το 2013, ενώ ο δικαστικός έλεγχος διαφοροποίησε την αναγνώριση ανά έτος.
Το ζήτημα της φορολογικής κατοικίας
Η έννοια της φορολογικής κατοικίας συχνά κρίνεται με βάση το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του φορολογούμενου, δηλαδή το πού αναπτύσσονται οι κύριες οικογενειακές και οικονομικές σχέσεις. Στην πράξη, οι διοικητικές αρχές ερευνούν στοιχεία όπως καταγωγή εισοδημάτων, τόπο διαμονής και σύνδεση με την τοπική οικονομία για να προσδιορίσουν τη φορολογική κατοικία ενός προσώπου.
Η δυνατότητα αλλαγής κατοικίας εξαρτάται από την ποιότητα της παρουσίας στο εξωτερικό, με κριτήριο όχι μόνο την φυσική διαμονή αλλά και την υποστήριξη των βιοτικών αναγκών. Σε περιπτώσεις όπου ο ένας σύζυγος εργάζεται και ο άλλος ακολουθεί, το γεγονός της οικονομική στήριξη από τον εργαζόμενο σύζυγο λογίζεται ως στοιχείο προς εξέταση.
Υπάρχει επίσης ζήτημα χρονικής εφαρμογής: οι διοικητικές πράξεις υπόκεινται σε κανόνες για την αναδρομικότητα, και έτσι δεν επιτρέπεται η μη αναδρομική μεταβολή κατοικίας για περίοδο προγενέστερη του έτους πριν από την αίτηση, σύμφωνα με τη νομική πρακτική που ελέγχθηκε στην υπόθεση.
Η υπόθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Στην προσφυγή, η αιτούσα προσκόμισε σειρά εγγράφων για να στηρίξει την αίτηση: μεταξύ άλλων πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, άδεια παραμονής, βεβαιώσεις εργασίας του συζύγου και τραπεζικά στοιχεία που ανέφεραν μόνιμη παρουσία στο Κατάρ. Τα στοιχεία επιδίωκαν να τεκμηριώσουν ότι το κέντρο των συμφερόντων της είχε μεταφερθεί εκτός Ελλάδας.
Η φορολογική διοίκηση απέρριψε το αίτημα με κύριο επιχείρημα την απουσία προσωπικής επαγγελματικής δραστηριότητας της αιτούσας, θεωρώντας ότι η έλλειψη επαγγελματικής απασχόλησης αποδυνάμωνε την υπόθεση μεταφοράς κατοικίας. Το Δικαστήριο όμως μελέτησε χωριστά τα επίδικα έτη και τους περιορισμούς στην αναδρομική αναγνώριση.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η απόρριψη για τα έτη 2013-2015 ήταν νόμιμη λόγω της απαγόρευσης αναδρομικής μεταβολής πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, αλλά θεώρησε αδικαιολόγητη την άρνηση για το 2017, καθώς τα διαθέσιμα στοιχεία έδειξαν μακροχρόνια διαμονή. Κατόπιν τούτου αναγνώρισε την αναγνώριση από το 2016 και παρέπεμψε την υπόθεση για παραπομπή στη φορολογική διοίκηση ώστε να γίνουν οι προβλεπόμενες ενέργειες.
Νομικές συνέπειες και πρακτικά ζητήματα
Η απόφαση έχει ευρύτερη σημασία γιατί δημιουργεί νομικό προηγούμενο για περιπτώσεις όπου σύζυγοι ακολουθούν τον/τη σύντροφο στο εξωτερικό χωρίς να εργάζονται οι ίδιοι, και αφορά χιλιάδες Έλληνες που βρίσκονται σε ανάλογες συνθήκες. Η κρίση του ΣτΕ δείχνει ότι η έλλειψη προσωπικής εργασίας δεν αποκλείει αυτομάτως την αλλαγή φορολογικής κατοικίας.
Στην πράξη, η εφαρμογή της απόφασης απαιτεί αξιολόγηση των συγκεντρωμένων εγγράφων από τη φορολογική διοίκηση και προσοχή στα χρονικά όρια. Η απαγόρευση αναδρομικής μεταβολής κατοικίας σημαίνει ότι κάθε αίτηση πρέπει να εξετάζεται κατά έτος με βάση τα τεκμήρια που υπάρχουν για την εκάστοτε περίοδο.
Η παραπομπή που αποφασίστηκε στο ΣτΕ επιτάσσει τώρα την ολοκλήρωση των διαδικαστικών ενέργειων από τη διοίκηση, ώστε να καταστεί εφικτή η τελική αναγνώριση της φορολογικής κατάστασης για τα έτη που κρίθηκε ότι ισχύει. Το αποτέλεσμα αυτό καθορίζει νομικό πλαίσιο για παρόμοιες υποθέσεις στο μέλλον.