Στη νέα έκθεση του ΟΟΣΑ Health at a Glance 2025 καταγράφεται ότι το ελληνικό κράτος διαθέτει μόλις το 10% των δαπανών για την υγεία, στοιχείο που διαμορφώνει την καθημερινή πρόσβαση σε υπηρεσίες. Η διάρθρωση της χρηματοδότησης δείχνει ένα δημόσιο σύστημα που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στα νοσοκομεία, ενώ παράλληλα το 39% ιδιωτική χρηματοδότηση επιβαρύνει τους πολίτες.
Κρατική χρηματοδότηση και όγκοι δαπανών
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το ποσοστό δημόσιας δαπάνης για την υγεία στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλό σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με χώρες όπως η Ιρλανδία και η Γερμανία να φτάνουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Η κατανομή του ήδη περιορισμένου κονδυλίου δείχνει ότι σχεδόν το 43% στις νοσοκομειακές υπηρεσίες προορίζεται για τα νοσοκομεία, περιορίζοντας τα υπόλοιπα πεδία φροντίδας.
Η συγκέντρωση πόρων στο νοσοκομειακό σύστημα αφήνει μικρότερο χώρο για υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας και μακροχρόνιας φροντίδας, με την ίδια την έκθεση να επισημαίνει την ανάγκη αναδιάρθρωσης των δαπανών. Τα στοιχεία αναδεικνύουν επίσης ότι μόλις το 2% των δαπανών πηγαίνει στη μακροχρόνια φροντίδα, ένα κρίσιμο κενό για μια γηράσκουσα κοινωνία.
Ιδιωτικές πληρωμές και επιβάρυνση νοικοκυριών
Η χαμηλή δημόσια χρηματοδότηση μεταφράζεται σε υψηλό μερίδιο εξόδων από την τσέπη των πολιτών, με το 39% των συνολικών δαπανών να προέρχεται από ιδιωτική χρηματοδότηση, ποσοστό που υπερβαίνει τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Οι ιδιωτικές πληρωμές κατευθύνονται κυρίως σε φάρμακα και ιατρικά είδη, δημιουργώντας συχνά οικονομικό βάρος για τα νοικοκυριά.
Παρά αυτή την εικόνα, η έκθεση δείχνει πως σημαντικό ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών (38% σε φάρμακα) αφορά θεραπείες και προϊόντα που δεν καλύπτονται επαρκώς από το δημόσιο σύστημα, ενώ ένα ακόμα 11% σε οδοντιατρική επιβαρύνει ξεχωριστά τα νοικοκυριά. Η επιβάρυνση αυτή συνδέεται με υψηλά ποσοστά μη ικανοποιημένων αναγκών.
Πρόληψη, αναμονές και ικανοποίηση πολιτών
Αντίθετα με τις υπόλοιπες αδυναμίες, η Ελλάδα φαίνεται να έχει ενισχύσει τη δαπάνη για πρόληψη, που πλέον φτάνει το 3,1% των δαπανών, κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ωστόσο η συνολική ποιότητα και διαθεσιμότητα υπηρεσιών επηρεάζεται από την υποχρηματοδότηση και τις διαρθρωτικές επιλογές του συστήματος.
Το υψηλό ποσοστό πολιτών που δηλώνει ότι ανέβαλε ή δεν έλαβε θεραπεία (περίπου 12,1%) επιβαρύνει την κοινωνική εμπιστοσύνη στο σύστημα, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι μόλις 3,4%. Παράγοντες όπως το κόστος, ο χρόνος αναμονής και η γεωγραφική πρόσβαση αναφέρονται ως κύριοι λόγοι μη παροχής υπηρεσιών.
Η εικόνα που διαμορφώνεται δείχνει ένα δημόσιο σύστημα υπό πίεση, με περιορισμένους πόρους και αυξημένη εξάρτηση από ιδιωτικές πληρωμές, παρά την πρόοδο σε τομείς πρόληψης, γεγονός που αποτυπώνεται και στην περιορισμένη ικανοποίηση των πολιτών. ιδιωτικές πληρωμές παραμένουν κεντρικό στοιχείο της συζήτησης για την αναδιάρθρωση των πολιτικών υγείας.