Ο ακαθάριστος πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών έφτασε σε ιστορικό υψηλό, ξεπερνώντας το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκατεσσάρων ετών, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση σημαντικού μέρους των απωλειών της προηγούμενης δεκαετίας.
Η ιστορική ανάκαμψη του πλούτου των νοικοκυριών
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια μιας περιόδου όπου η ελληνική οικονομία αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις, οδηγώντας σε σημαντική συρρίκνωση του πλούτου των νοικοκυριών κατά την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης. Η τρέχουσα ανάκαμψη αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη οικονομική σταθεροποίηση και αναπτυξιακή πορεία, επιτρέποντας στα νοικοκυριά να αναδομήσουν και να επεκτείνουν τη βάση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών ξεπέρασε το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2025. Αυτό το επίτευγμα αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκατεσσάρων ετών, επιβεβαιώνοντας μια σταθερή ανοδική πορεία.
Η Alpha Bank, στην τακτική της έκδοση για την ελληνική οικονομία, τονίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών της προηγούμενης δεκαετίας.
Η μεταβολή στη σύνθεση των περιουσιακών στοιχείων
Η ενίσχυση του συνολικού πλούτου οφείλεται τόσο στη διεύρυνση του χρηματοοικονομικού όσο και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου. Παρόλο που τα ακίνητα ως πηγή πλούτου παραμένουν η κυριότερη πηγή περιουσίας για τους περισσότερους Έλληνες, η σύνθεση του πλούτου έχει μεταβληθεί, με τον χρηματοοικονομικό πλούτο να κερδίζει μεγαλύτερο μερίδιο τα τελευταία χρόνια.
Ενδεικτικά, το 2018, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος προσέγγιζε τα 800 δισ. ευρώ, με το 73% να αφορά μη χρηματοοικονομικά στοιχεία. Επτά χρόνια αργότερα, ο πλούτος έχει αυξηθεί κατά πάνω από 200 δισ. ευρώ, ενώ η αναλογία έχει μετατοπιστεί: ο χρηματοοικονομικός πλούτος αντιστοιχεί πλέον στο 33% του συνόλου.
Η αύξηση στις επιμέρους χρηματοοικονομικές κατηγορίες, όπως ο επιχειρηματικός πλούτος, τα επενδυτικά κεφάλαια σε ομόλογα και οι εισηγμένες μετοχές, υπήρξε σημαντικά μεγαλύτερη, ενισχυμένη από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Συγκριτική ανάλυση με την Ευρωζώνη και οι προκλήσεις
Η κατανομή του πλούτου ανά δεκατημόριο, όπως καταγράφεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναδεικνύει τις διαφορές μεταξύ των νοικοκυριών και τις αποκλίσεις από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Στην Ελλάδα, για το 90% των νοικοκυριών, ο πλούτος προέρχεται κυρίως από ακίνητα, σε συνδυασμό με καταθέσεις και επιχειρηματικό πλούτο.
Στο πλουσιότερο 10%, η εικόνα είναι πιο διαφοροποιημένη, με τον χρηματοοικονομικό πλούτο να φτάνει το 45% και σημαντική συμμετοχή ομολόγων, μετοχών και επενδυτικών κεφαλαίων.
Στην Ευρωζώνη, τα ακίνητα παραμένουν κεντρικό στοιχείο πλούτου, αν και με ελαφρώς μικρότερη βαρύτητα σε σχέση με την Ελλάδα. Αντιθέτως, οι λοιπές χρηματοοικονομικές κατηγορίες εμφανίζονται ενισχυμένες στις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, κυρίως λόγω της ευρείας χρήσης ασφαλιστικών προϊόντων ζωής, τα οποία αποτελούν κατά μέσο όρο το 7% του συνολικού πλούτου.
Αναλυτές της αγοράς επισημαίνουν ότι η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση του χρηματοοικονομικού πλούτου, προσελκύοντας επενδύσεις και βελτιώνοντας τις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων.
Η τάση αυτή υποδηλώνει μια μετατόπιση της επενδυτικής συμπεριφοράς, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις εγχώριες αγορές.
Προοπτικές και η σημασία της επενδυτικής βαθμίδας
Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έχει λειτουργήσει ως καταλύτης για την προσέλκυση κεφαλαίων και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, τόσο εγχώριων όσο και διεθνών. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να στηρίξει περαιτέρω την ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών, καθώς οι ευκαιρίες για αποδοτικές επενδύσεις αυξάνονται και το κόστος δανεισμού μειώνεται.
Η συνεχής παρακολούθηση των οικονομικών δεικτών και η εφαρμογή στοχευμένων πολιτικών είναι κρίσιμη για τη διατήρηση αυτής της θετικής δυναμικής και τη διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης του πλούτου.