Η πλειοψηφία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εισηγήθηκε την μερική άρση κατάσχεσης σε ακίνητο οφειλέτριας, κρίνοντας ότι το συμφέρον του Δημοσίου καλύπτεται καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους έχει ήδη πληρωθεί στην ΑΑΔΕ και τα υπόλοιπα καλύπτονται από άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Σε αυτή τη βάση, Νομικό Συμβούλιο πρότεινε την εξάλειψη συγκεκριμένης υποθήκης υπό όρους, ενώ το πρακτικό έχει χρονική ισχύ μόνο για έξι μήνες μετά την έγκριση του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
Προϋποθέσεις της εισήγησης
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η οφειλέτρια είχε μεταβιβάσει το ποσοστό της σε ένα ακίνητο και το αντίτιμο αποδόθηκε στην ΑΑΔΕ, όμως το κτηματολογικό γραφείο απέρριψε την καταχώριση εξαιτίας των υφιστάμενων βαρών, γεγονός που εμπόδισε την ολοκλήρωση της μεταβίβασης.
Η εισήγηση έθεσε ως όρο τη διατήρηση λοιπών βαρών στα ακίνητα και την απουσία νέων διεκδικήσεων τρίτων, ώστε να διαφυλαχθεί η ικανοποίηση των πιστωτών.
Στην αξιολόγηση της υπόθεσης το Συμβούλιο έλαβε υπόψη την προηγούμενη γνωμοδότηση της Ολομέλειας 359/2023, καθώς και την οικονομική εικόνα των εναπομεινάντων οφειλών, που σύμφωνα με τα στοιχεία ανέρχονται σε περίπου 90.220 ευρώ. Παράλληλα, τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της οφειλέτριας είχαν εκτιμηθεί σε συνολική εμπορική αξία άνω των 600.000 ευρώ, στοιχείο που συνέβαλε στην απόφαση.
Διαφωνίες και νομικά σημεία
Δύο μέλη του Συμβουλίου μειοψήφησαν, υποστηρίζοντας ότι η εξάλειψη υποθήκης δεν εντάσσεται στην έννοια του εξώδικου συμβιβασμού και ότι τέτοια μέτρα ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της φορολογικής διοίκησης. Οι μειοψηφίες ανέδειξαν νομικά ζητήματα σχετικά με την αρμοδιότητα της διοίκησης και τον τρόπο εφαρμογής εξωδίκων ρυθμίσεων.
Παρά τη μειοψηφία, η πλειοψηφική γνωμοδότηση έγινε δεκτή, με σαφείς προϋποθέσεις για τη διασφάλιση των υπολοίπων οφειλών και την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας από την αιτούσα. Στο κείμενο της απόφασης προβλέπεται επίσης η διαπίστωση μη ύπαρξης πρόσθετων χρεών πέραν των ήδη βεβαιωμένων, ως κρίσιμη προϋπόθεση εφαρμογής.
Έννομες συνέπειες και πρακτικό αποτέλεσμα
Η απόφαση οδηγεί στην εξάλειψη μιας συγκεκριμένης υποθήκης και σε μερική άρση κατάσχεσης στο επίμαχο ακίνητο, υπό αυστηρούς όρους που στοχεύουν στη διατήρηση της ασφάλειας των πιστωτών. Στην πράξη η ρύθμιση σηματοδοτεί ότι, όταν το μεγαλύτερο μέρος της οφειλής έχει εξοφληθεί, μπορούν να υπάρξουν προσωρινές λύσεις στο καθεστώς βαρών των ακινήτων.
Η ισχύς του πρακτικού για έξι μήνες σημαίνει ότι η απόφαση απαιτεί ενεργοποίηση από τη φορολογική διοίκηση εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου, ενώ η μη τήρηση των όρων μπορεί να ανατρέψει την άρση της κατάσχεσης. Επιπλέον, η εισήγηση τονίζει την ανάγκη για σαφή τεκμηρίωση πριν από κάθε μεταβίβαση που αφορά εξασφαλίσεις προς το Δημόσιο.
Συνολικά, η υπόθεση αναδεικνύει την ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των δημοσίων απαιτήσεων και στην αποκατάσταση της δυνατότητας μεταβίβασης της ιδιοκτησίας, με το Νομικό Συμβούλιο να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ερμηνεία τέτοιων περιπτώσεων. Εξώδικος συμβιβασμός και οι όροι εφαρμογής παραμένουν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.