Μια πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακυρώνει κρίσιμες διατάξεις της Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς, καταργώντας την απαγόρευση μειώσεων και την υποχρέωση χρήσης συγκεκριμένων κριτηρίων από τα κράτη-μέλη. Ενώ το Υπουργείο Εργασίας διαβεβαιώνει ότι δεν επηρεάζονται οι ελληνικές αποδοχές, εργατολόγοι και συνδικαλιστές εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες για ένα πιθανό «παράθυρο» μελλοντικών μειώσεων, την ώρα που εξελίσσεται ο διάλογος για τις συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως συνέχεια της ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής οδηγίας 2022/2041 στην ελληνική νομοθεσία μέσω του Νόμου 5163/2024, η οποία είχε ως στόχο την ενίσχυση των επαρκών κατώτατων μισθών στα κράτη-μέλη. Η αρχική πρόβλεψη της οδηγίας για συγκεκριμένα συντονισμένα κριτήρια και την απαγόρευση μειώσεων σε αυτόματους μηχανισμούς αναπροσαρμογής αποτελούσε έναν πυλώνα προστασίας που τώρα τίθεται εν αμφιβόλω.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και οι ακυρώσεις διατάξεων
Η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ σχετικά με την Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς, η οποία έχει ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον Νόμο 5163/2024, ακύρωσε δύο κρίσιμες διατάξεις της. Συγκεκριμένα, καταργήθηκε το τμήμα που υποχρέωνε τα κράτη-μέλη με νομοθετημένο κατώτατο μισθό να λαμβάνουν συγκεκριμένα συντονισμένα κριτήρια, όπως η αγοραστική δύναμη ή η παραγωγικότητα, κατά τον καθορισμό και την αναπροσαρμογή του.
Επιπλέον, ακυρώθηκε η διάταξη που απαγόρευε τις μειώσεις του κατώτατου μισθού σε χώρες όπου ο μισθός καθορίζεται μέσω αυτόματου μηχανισμού αναπροσαρμογής.
Οι διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Εργασίας και οι φόβοι των ειδικών
Ανώτατα στελέχη του Υπουργείου Εργασίας διαβεβαιώνουν ότι η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν επηρεάζει τις βασικές αποδοχές των εργαζομένων στη χώρα μας. Όπως τονίζουν, κάθε κράτος-μέλος διατηρεί το δικαίωμα να ορίζει το επίπεδο προστασίας των εργαζομένων μέσω του κατώτατου μισθού, και το ισχύον προστατευτικό πλαίσιο στην Ελλάδα δεν μεταβάλλεται.
Παρόλα αυτά, εργατολόγοι και συνδικαλιστές εκφράζουν φόβους ότι η απόφαση μπορεί να ανοίξει «παράθυρο» για μελλοντικές μειώσεις, εάν μια κυβέρνηση το κρίνει αναγκαίο βάσει δημοσιονομικών δεδομένων.
Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τους εργατολόγους και τους συνδικαλιστές είναι η πιθανότητα η απόφαση αυτή να αποτελέσει νομικό προηγούμενο, επιτρέποντας σε μελλοντικές κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μειώσεις του κατώτατου μισθού υπό το πρίσμα δημοσιονομικών πιέσεων.
Σε σύγκριση με την αρχική φιλοσοφία της Οδηγίας, η οποία επεδίωκε την ενίσχυση των αποδοχών, η νέα αυτή πραγματικότητα εισάγει ένα στοιχείο αβεβαιότητας για την προστασία των εργαζομένων.
Ο κοινωνικός διάλογος για τις συλλογικές συμβάσεις
Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, οι κοινωνικοί εταίροι θα έχουν αύριο Πέμπτη νέα συνάντηση με την υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως. Στόχος είναι η συνέχιση του κοινωνικού διαλόγου για τη συνδιαμόρφωση ενός πλαισίου που θα ενισχύσει την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Οι κοινωνικοί εταίροι, με επιστολή τους, ζήτησαν τη συνέχιση των άμεσων συναντήσεων, αίτημα στο οποίο η κ. Κεραμέως απάντησε θετικά, ανοίγοντας τον δρόμο για τον τελικό κύκλο διαβούλευσης.
Έγκυρες πηγές επισημαίνουν ότι έχουν προκύψει δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις στον διάλογο. Πρώτον, ο διάλογος δεν περιορίζεται πλέον στις κλαδικές συμβάσεις, αλλά επεκτείνεται και σε τοπικές, ενδοομιλικές και επιχειρησιακές συμβάσεις. Δεύτερον, η στοχοθεσία για κάλυψη του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, όπως προβλέπει η Κοινοτική οδηγία, αντιμετωπίζεται πλέον ως δυνητική εξέλιξη σε βάθος χρόνου και όχι ως άμεσος και απαρέγκλιτος στόχος.
Οι τέσσερις κεντρικές θεσμικές αλλαγές
Ο διάλογος περιστρέφεται γύρω από τέσσερις κεντρικές θεσμικές αλλαγές που θεωρούνται κομβικές για την άρση των εμποδίων στη σύναψη και επέκταση συλλογικών συμβάσεων:
- Μείωση του ποσοστού εργοδοτικής εκπροσώπησης που απαιτείται για την επέκταση των όρων μιας σύμβασης στο σύνολο του κλάδου, καθώς το ισχύον όριο του 50% +1 θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό.
- Θέσπιση ειδικού πλαισίου αυξήσεων για επιχειρήσεις που αποδεδειγμένα αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, με στόχο την αποφυγή αδιεξόδων και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
- Απλοποίηση των διαδικασιών του ΟΜΕΔ, ώστε η επίλυση διαφορών να γίνεται κατά προτεραιότητα μέσω συμφιλίωσης πριν από την προσφυγή στη διαιτησία.
- Εκσυγχρονισμός του ψηφιακού Μητρώου συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, όπως προβλέπεται από τον νόμο Χατζηδάκη, με στόχο την απλούστερη διαδικασία εγγραφής και νομιμοποίησης των μελών, εν αναμονή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Παράλληλα, το υπουργείο εξετάζει τη δυνατότητα θέσπισης θεσμικών κινήτρων συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις, με έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Προοπτικές και επόμενα βήματα
Ο τελικός κύκλος διαβούλευσης αναμένεται να οδηγήσει στην επίτευξη της μέγιστης δυνατής συναίνεσης για την εκπόνηση του Σχεδίου Δράσης και τη νομοθέτηση των αλλαγών εντός των πρώτων μηνών του 2026. Η κυβέρνηση στοχεύει σε ένα ισορροπημένο και κοινά αποδεκτό πλαίσιο που θα ενισχύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ευρωπαϊκές εξελίξεις όσο και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς εργασίας.