Στα νότια του Ψηλορείτη, στα Βορίζια της Κρήτης, κατοίκοι ενός χωριού περίπου 500 ανθρώπων βλέπουν ξανά την κοινότητα τους να δοκιμάζεται μετά από πρόσφατη ανταλλαγή πυροβολισμών όπου δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή και πέντε τραυματίστηκαν, ενώ το χωριό βρίσκεται στην επικαιρότητα με αστυνομικούς ελέγχους στην είσοδο.
Μνήμες της σφαγής του 1955
Ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης γεννήθηκε ορφανός μετά την επίθεση ανήμερα του Αγίου Φανουρίου, στις 27 Αυγούστου 1955, όταν έχασε τη μητέρα και τον αδελφό του ως αποτέλεσμα έκρηξης χειροβομβίδας, ενώ ο πατέρας του επέζησε βαριά τραυματισμένος, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Η τοπική μνήμη συνδέει εκείνη την ημέρα με βαθιά οδύνη που σημαδεύει γενιές.
Το παιδί που έμεινε πίσω μεγάλωσε σε μια οικογένεια που δεν μεγάλωσε με λόγο εκδίκησης, παρά τη σκληρή πραγματικότητα: οικογενειακοί δεσμοί συνέχισαν να συνυπάρχουν με ανθρώπους που είχαν σχέση με τους δράστες, χωρίς να μεταδοθεί το μίσος στις επόμενες γενιές.
Ο ίδιος θυμάται πως οι γονείς επέλεξαν να μην «εμφυτεύσουν» εχθρότητα στα παιδιά.
Στον Τύπο της εποχής υπάρχει περιγραφή για τον πατέρα του, που βγήκε ζωντανός από την έκρηξη με σοβαρά τραύματα, και εκείνες οι σελίδες του παρελθόντος συνεχίζουν να λειτουργούν ως υπενθύμιση του τι έχει συμβεί, χωρίς όμως να καθορίζουν απόλυτα την τοπική καθημερινότητα.
Η καθημερινότητα μετά το φονικό
Τα πρώτα χρόνια μετά την τραγωδία, η ζωή στο σπίτι σημαδεύτηκε από στενό μαύρο πένθος: ρούχα και έθιμα πένθους κυριάρχησαν στη μνήμη των κατοίκων, ενώ ο ίδιος ο Μιχάλης αναφέρεται σε ένα «κενό» που παρέμεινε αναπλήρωτο. Παρά την απώλεια, επιβίωσαν κοινωνικοί δεσμοί που έφερναν κοντά ανθρώπους από αντίπαλες οικογένειες.
Μετά το φονικό, οι σχέσεις με συγγενικά παιδιά των δραστών δεν διακόπηκαν πλήρως: οι κοινές συνθήκες φτώχειας και οι καθημερινές ανάγκες κράτησαν τους κατοίκους κοντά, και όπως λέει ο ίδιος, το μίσος δεν κυρίευσε την προσωπική του ζωή ή των συνομήλικων.
Η μητέρα του είχε βάλει στόχους για τη μοίρα του: εκείνη ήθελε να γίνει δάσκαλος και ο ίδιος τελικά σπούδασε και εργάστηκε ως δάσκαλος, μια επιλογή που ο ίδιος αποδίδει σε οικογενειακή θυσία και αδελφική στήριξη.
Ιστορικό βάθος του τόπου
Τα Βορίζια έχουν μακρά ιστορία: από τους προϊστορικούς χρόνους και το Ιδαίον Άντρον μέχρι την αντίσταση κατά τη Γερμανική Κατοχή, το χωριό υπέστη πυρπολήσεις επί Τουρκοκρατίας και σκληρά αντίποινα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ πολλοί κάτοικοι εντάχθηκαν σε αντάρτικες ομάδες όπως η ΕΑΟ Ψηλορείτη Πετρακογιώργη.
Το Ιδαίον Άντρον αναφέρεται ως σημείο αναφοράς για την αρχαιότητα της περιοχής.
Παρά τα ιστορικά κατορθώματα και την τοπική αντίσταση, οι σύγχρονες πρακτικές κάποιων κατοίκων, όπως η επίδειξη όπλων σε δημόσιους χώρους, περιγράφονται από κατοίκους ως ψευδοκαπετανιά που διαστρεβλώνει το παρελθόν: τοπική ένοπλη συμπεριφορά δημιουργούσε φόβο και απομόνωση.
Η αναφορά σε ονόματα ηρώων της τοπικής αντίστασης, όπως ο Πετρακογιώργης, διατηρείται στον αφηγηματικό ιστό του χώρου αλλά, όπως παρατηρούν κάποιοι ντόπιοι, το παρελθόν δεν δικαιολογεί την τρέχουσα βία.
Φόβος σήμερα και μήνυμα για ηρεμία
Μετά τα πρόσφατα επεισόδια οι δρόμοι δείχνουν σημάδια βίας: τρύπες από σφαίρες στους τοίχους και ίχνη αίματος στα πεζοδρόμια, ενώ αστυνομικές δυνάμεις ελέγχουν εισόδους και οχήματα, ενισχύοντας την αίσθηση ασφυξίας στην κοινότητα. έλεγχοι στην είσοδο γίνονται πλέον καθημερινά.
Ο Μιχάλης επαναλαμβάνει την ευχή του να σταματήσει η βία και να επιστρέψει η ηρεμία: «Εύχομαι να μη συνεχίσει το κακό. Να ηρεμήσουν οι άνθρωποι», λέει, αναδεικνύοντας την ανάγκη να μεγαλώσουν τα παιδιά «χωρίς μίσος». Σε αυτές τις φράσεις αναγνωρίζεται ένα κοινωνικό κάλεσμα για λογική και επανένωση.
Στο σπίτι των ντόπιων που μας φιλοξένησαν προσφέρθηκε τυρί και μέλι ως σημάδι φιλοξενίας, με την Αγάπη να λέει «Σας αγαπώ σα τσι κόρες μου», ενώ οι γείτονες υπενθυμίζουν ότι η ρίζα της κοινότητας παραμένει ζωντανή, παρά την μειοψηφία που διαταράσσει την ειρήνη. τοπική φιλοξενία διατηρείται σε στιγμές κρίσης.
Βίντεο και ρεπορτάζ έχουν καταγραφεί με την κάμερα της «Κ», ενώ αναφορές και αρχειακό υλικό συμπλήρωσαν την καταγραφή της ιστορίας: Βίντεο Μαρία Σιδηροπούλου και ρεπορτάζ Ιωάννα Μπρατσιάκου συνόδευσαν τις μαρτυρίες. αρχειακό υλικό έχει τεκμηριώσει προηγούμενα γεγονότα.