Με χρυσό επέστρεψε από το Παρίσι η ομάδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που παρουσίασε την πρόταση Amadryads για την προστασία των πλατάνων, iGEM Ioannina 2025 στον τομέα της βιοποικιλότητας, όπως αναφέρει η «Κ». Η πρόταση στοχεύει σε μια στοχευμένη βιοτεχνολογική παρέμβαση χωρίς μόνιμη γενετική αλλαγή, ενώ η ομάδα απαρτίστηκε από φοιτητές κυρίως του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών και επέδειξε εργαστηριακή προεργασία και πειραματισμούς σε μοντέλα.
Σε αυτό το πλαίσιο η συμμετοχή σημειώνει την διεθνή αναγνώριση του Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και των συνεργασιών που στήριξαν το έργο.
Η πρόταση Amadryads
Η ομάδα επέλεξε το όνομα Amadryads ως αναφορά στις νύμφες των δέντρων, για να τονίσει τη σχέση ανάμεσα στην παράδοση και την καινοτομία, και διαμόρφωσε έναν μηχανισμό που προορίζεται να προστατεύει τα πλατάνια χωρίς να μεταλλάσσει μόνιμα το φυτό. Στο πλαίσιο αυτό οι φοιτητές συνδύασαν βιοπληροφορική και εργαστηριακή προσπάθεια σε προσομοιώσεις, γεγονός που επέτρεψε την πρόοδο χωρίς απευθείας χρήση του παθογόνου σε ελεύθερο εργασιακό περιβάλλον.
Η ιδέα προήλθε από την τοπική ανάγκη για τη διάσωση των πλατάνων στην Ήπειρο, όπου δέντρα αιώνων έχουν υποστεί βλάβες και κοπές, και στην πορεία οργανώθηκε δομημένα η πρόταση Amadryads με επιστημονικό σχέδιο και πειραματική τεκμηρίωση, σε στάδιο έτοιμο για περαιτέρω ανάπτυξη και αξιολόγηση.
Λειτουργία της παρέμβασης
Ο πυρήνας της μεθόδου βασίζεται σε ένα σύστημα CRISPR-Cas13d που στοχεύει RNA του μύκητα, με σκοπό να αναστείλει την ανάπτυξή του χωρίς εισαγωγή γενετικού υλικού στο φυτό, ενώ η προσέγγιση περιλαμβάνει ριβοδιακόπτες που ελέγχουν την ενεργοποίηση της παρέμβασης.
Η τεχνική επιτρέπει επιλεκτική αποδόμηση συγκεκριμένων μορίων του μύκητα χωρίς ευρείες επιπτώσεις στο οικοσύστημα.
Για την παράδοση του μηχανισμού χρησιμοποιείται βιοδιασπώμενος νανοφορέας χιτοζάνης, ο οποίος σχεδιάστηκε ώστε να απελευθερώνει το ενεργό μόριο στο μικροπεριβάλλον του μύκητα και να περιορίζει την έκθεση στο υπόλοιπο φυτό. Η επιλογή υλικών στοχεύει στην ασφάλεια και στην αποσύνθεση μετά την εφαρμογή.
Οι δημιουργοί περιγράφουν τη λύση ως αναστρέψιμη και μη μόνιμη, αφού ο μηχανισμός δεν ενσωματώνει σταθερά μεταβολές στο γονιδίωμα του δέντρου, και οι δοκιμές έγιναν σε μοντέλα προσομοίωσης και μικροπεριβάλλοντα προτού εξεταστούν ενδεχόμενες εφαρμογές σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Το πρόβλημα του μεταχρωματικού έλκους
Η ασθένεια που πλήττει τα πλατάνια οφείλεται στον μύκητα Ceratocystis platani, που εισήχθη στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έκτοτε εξαπλώθηκε προκαλώντας μαρασμό και θνησιμότητα σε πολλά δέντρα. Στις αφηγήσεις των συμμετεχόντων αναφέρεται ότι η εξάπλωση συνδέθηκε με μεταφορές ξύλινου υλικού και μηχανημάτων κατασκευών.
Το φαινόμενο έχει σημαντικές τοπικές επιπτώσεις στην οικολογία και στην πολιτιστική κληρονομιά, ειδικά σε περιοχές με παλαιά πλατάνια, και γι’ αυτό η ομάδα στόχευσε στην προστασία βιοποικιλότητας ως κύριο άξονα της παρέμβασης, χωρίς να διευκρινίζονται ακόμη ευρείες εφαρμογές στο πεδίο.
Η ομάδα και οι διακρίσεις
Στην ομάδα συμμετείχαν 16 φοιτητές από διάφορα τμήματα, με επικεφαλής την Ιφιγένεια Τυχηρού Ανυφαντή, και η διάκρισή τους στο Grand Jamboree επιβεβαίωσε τη θέση τους σε διεθνές επίπεδο, αφού απέσπασαν χρυσό στο χώρο της συνθετικής βιολογίας. Παράλληλα, η ομάδα ευχαρίστησε τους ακαδημαϊκούς μέντορες και τους φορείς που στήριξαν την πορεία της στο διαγωνισμό.
Η διεθνής αναγνώριση προήλθε από τη συμμετοχή στον Διεθνής Διαγωνισμός iGEM, όπου ανταγωνίστηκαν ομάδες με μεγάλα εργαστήρια και πόρους, και η επιτυχία θεωρείται συνέχεια της δυναμικής παρουσίας ελληνικών ομάδων σε τέτοιες διοργανώσεις.
Τα ονόματα που στελέχωσαν την ομάδα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, Αγγελική Μπουλαλά και Αριστοτέλης Μιχαλάκης, στοιχεία που αναδεικνύουν την πολυφωνία δεξιοτήτων στο εγχείρημα και την ενίσχυση της διεπιστημονικής συνεργασίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο.