Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων
Γιατί υπάρχει αυτή η πίεση χρόνου
Η βασική περίοδος παραγραφής για φορολογικές υποθέσεις είναι πενταετής, αλλά στην πράξη ο υπολογισμός της μπορεί να ακολουθεί διαφοροποιημένες πορείες. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όταν οι προθεσμίες παρέλθουν χωρίς κοινοποίηση, το Δημόσιο χάνει το δικαίωμα επιβολής φόρου.
Υπάρχουν όμως παρατεταμένα σενάρια: όταν προκύπτουν νέα στοιχεία, όταν απαιτείται διεθνής ανταλλαγή πληροφοριών ή όταν υπάρχουν εκκρεμείς προσφυγές, ο χρόνος ελέγχου μπορεί να διευρυνθεί. Σε ακραίες περιπτώσεις, όπως ενδείξεις φοροδιαφυγής με σοβαρές ενδείξεις πλαστότητας, η περίοδος ελέγχου μπορεί να εκταθεί σημαντικά.
Ποια υποθέσεις βρίσκονται στην πρώτη γραμμή
Οι ελεγκτικές αρχές δίνουν προτεραιότητα σε υποθέσεις με υψηλό κίνδυνο απώλειας εσόδων. Στο επίκεντρο μπαίνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι που δεν ανέφεραν αναδρομικά εισοδήματα, ιδιοκτήτες ακινήτων με μη δηλωθέντα ενοίκια και φυσικά πρόσωπα που απέκτησαν εισοδήματα από το εξωτερικό χωρίς να τα δηλώσουν στην Ελλάδα.
Επίσης, ελέγχονται φακέλοι μεταβιβάσεων ακινήτων, κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, καθώς και επιχειρήσεις που παρουσίασαν ανακριβή στοιχεία στα βιβλία τους. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε περιπτώσεις όπου τα μη δηλωθέντα ποσά υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια και δημιουργούν τεκμήρια σοβαρής φοροδιαφυγής.
Ειδικά χρονοδιαγράμματα ανά περίπτωση
Υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον τύπο της υπόθεσης: για ορισμένες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που υπάγονται στην ηλεκτρονική τιμολόγηση εφαρμόζεται τριετής παραγραφή, γεγονός που καθιστά κρίσιμη την έγκαιρη διαχείριση των φακέλων. Αυτό σημαίνει ότι για τις συγκεκριμένες υποθέσεις το χρονικό περιθώριο είναι συντομότερο.
Αντίθετα, όταν εντοπίζονται πλαστά ή εικονικά στοιχεία που υποδεικνύουν φοροδιαφυγή, ο χρόνος παραγραφής μπορεί να επεκταθεί έως και δέκα έτη. Συγκεκριμένα, αυτό ισχύει όταν τα μη δηλωθέντα ποσά ξεπερνούν καθορισμένα όρια για παρακρατούμενους φόρους ή για φόρο εισοδήματος.
Πώς επιλέγονται οι υποθέσεις προς έλεγχο
Η επιλογή των φακέλων δεν γίνεται τυχαία: λειτουργεί με βάση αυτοματοποιημένα εργαλεία ανάλυσης κινδύνου που συγκρίνουν δεδομένα από φορολογικές βάσεις, υπηρεσίες εσωτερικού και διεθνείς ανταλλαγές. Το σύστημα αυτό εντοπίζει ασυνέπειες και προτεραιοποιεί τις πιο ύποπτες περιπτώσεις.
Οι ελεγκτές στη συνέχεια επικεντρώνονται σε υποθέσεις με υψηλή πιθανότητα απόδοσης εσόδων ή σε περιπτώσεις όπου ο χρόνος παραγραφής είναι κοντινός. Έτσι διασφαλίζεται ότι οι διαθέσιμοι πόροι κατευθύνονται εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για παρέμβαση.
Τι σημαίνει για τους φορολογούμενους
Για πολλούς φορολογούμενους η επιτάχυνση των ελέγχων δημιουργεί την ανάγκη για άμεση τακτοποίηση εκκρεμοτήτων. Η κοινοποίηση των πράξεων φορολογίας και των προστίμων πρέπει να γίνει πριν από την ημερομηνία παραγραφής ώστε να έχει ισχύ.
Από την πλευρά τους, όσοι θεωρούν ότι έχουν λάβει ανακριβή ειδοποιητήρια μπορούν να αξιοποιήσουν τις προβλεπόμενες διαδικασίες διοικητικής προσφυγής και δικαστικής προσβολής. Στην πράξη, η έγκαιρη επικοινωνία με λογιστή ή νομικό σύμβουλο μπορεί να αποσαφηνίσει την κατάσταση και να βοηθήσει στον προγραμματισμό ενεργειών.
Τι παραμένει να προσέξουμε
Καθώς η προθεσμία της 31ης Δεκεμβρίου 2025 πλησιάζει, η τάση είναι οι ελεγκτικές υπηρεσίες να ολοκληρώνουν και να κοινοποιούν υποθέσεις του φορολογικού έτους 2019, που εμπίπτουν στην πενταετή προθεσμία. Αυτό καθιστά κρίσιμο για τους εμπλεκόμενους να εξετάσουν τις δηλώσεις τους για εκείνη την περίοδο.
Σε κάθε περίπτωση, η παρακολούθηση των ειδοποιήσεων και η διαφύλαξη των φορολογικών εγγράφων παραμένουν βασικές ενέργειες για την αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων. Η πρόληψη και η σωστή τεκμηρίωση των εισοδημάτων και των συναλλαγών είναι το πιο ισχυρό μέσο διασφάλισης έναντι μεταγενέστερων διεκδικήσεων.