Μία απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανέτρεψε προσπάθεια ανάκτησης κρατικής ενίσχυσης σε ομόρρυθμη εταιρεία που βρισκόταν σε καθεστώς εκκαθάρισης, καθώς το δικαστήριο έκρινε ανεπαρκή την αιτιολόγηση της διοίκησης. Η εταιρεία είχε λάβει 20.160 ευρώ στο πλαίσιο προγράμματος για Διαρθρωτική προσαρμογή εργαζομένων και στη συνέχεια προέκυψαν ενέργειες ανάκτησης από το Υπουργείο.
Πώς προέκυψε η διαφωνία για την επιλεξιμότητα
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το αίτημα μετατροπής της εταιρείας σε ατομική επιχείρηση υποβλήθηκε από έναν εταίρο που ήδη κατείχε το 50% της εταιρείας, και όριζε συνέχιση της δραστηριότητας μετά τη λύση στις 31 Δεκεμβρίου 2014, χωρίς όμως να γίνει αποδεκτό.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού θεώρησε ότι η εταιρεία δεν ήταν επιλέξιμη λόγω της ημερομηνίας σύστασης, που παραβίαζε όρους του προγράμματος.
Η κρίση για μη επιλεξιμότητα οδήγησε στην έκδοση έκθεσης ελέγχου το 2017, η οποία πρότεινε ανάκτηση της ενίσχυσης χωρίς να εξετάζει αναλυτικά αν είχαν υλοποιηθεί οι προβλεπόμενες δράσεις κατάρτισης και συμβουλευτικής. Σε αυτό το στάδιο η διοίκηση έθεσε ως αιτία πρόβλημα στη μετατροπή της εταιρείας, αλλά τα επιχειρήματα δεν συνδέθηκαν σαφώς με το νομικό ρείσματος της αρχικής μη επιλεξιμότητας.
Αιτιολόγηση της απόφασης και οι επισημάνσεις του Δικαστηρίου
Η απόφαση ανάκτησης που εκδόθηκε στις 30ής Σεπτεμβρίου 2020 κρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο χωρίς ειδική και σαφή αιτιολόγηση, καθώς η διοίκηση φέρεται να στήριξε την ανάκτηση σε αντικρουόμενη εξήγηση. Το δικαστήριο τόνισε ότι η πραγματική βάση της ανάκτησης σχετιζόταν με την αρχική μη επιλεξιμότητα, γεγονός που δεν κοινοποιήθηκε με σαφήνεια στον δικαιούχο.
Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο εταίρος του οποίου αφορούσε η ανάκτηση δεν είχε λάβει επαρκή ενημέρωση ώστε να αντικρούσει τα επιχειρήματα της διοίκησης, επομένως περιορίστηκε ουσιαστικά το δικαίωμά του στη διαδικασία. Η έλλειψη αυτών των στοιχείων ήταν καθοριστική για την αποδοχή της έφεσης.
Αποτέλεσμα και πρακτικές συνέπειες
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκανε δεκτή την έφεση, ακύρωσε την απόφαση ανάκτησης και διέταξε επιστροφή των παραβόλων που είχε καταβάλει ο αιτών, αποκαθιστώντας έτσι ορισμένα από τα πρακτικά δικαιώματά του μετά την προσφυγή. Η εξέλιξη επιβεβαιώνει πως η διοικητική πράξη πρέπει να συνοδεύεται από σαφή νομικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα.
Στο πεδίο των ελέγχων δημόσιας ενίσχυσης η απόφαση αναδεικνύει την ανάγκη για λεπτομερή τεκμηρίωση πριν την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης, ειδικά όταν η απόφαση αφορά ποσά άνω των 21.800 ευρώ. Παράλληλα, προκύπτει ότι οι δικαιούχοι οφείλουν να έχουν πλήρη ενημέρωση και πρόσβαση σε στοιχεία για να ασκήσουν τις ενδικοφανείς διαδικασίες.
Η υπόθεση αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της πρακτικής εφαρμογής των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας στα προγράμματα ενισχύσεων, καθώς και τη σχέση μεταξύ τεχνικών ελέγχων και νομικών αποτελεσμάτων, ένα πεδίο που απαιτεί προσεκτική νομοθετική προσέγγιση. Τα επακόλουθα της απόφασης παραμένουν σημαντικά για φορείς που διαχειρίζονται κονδύλια και δικαιούχους.