Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου που στέλνει ξανά στη φυλακή τους δολοφόνους του Μένη Κουμανταρέα, προκάλεσε βαθιά ικανοποίηση στο συγγενικό και φιλικό του περιβάλλον, ανακινώντας παράλληλα τη μνήμη για τον καταξιωμένο λογοτέχνη. Η εξέλιξη αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την πίστη στην ελληνική Δικαιοσύνη, έπειτα από μια αρχική αποφυλάκιση που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.
Αυτή η σημαντική ανατροπή στην υπόθεση της στυγερής δολοφονίας του Μένη Κουμανταρέα δεν ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας των συγγενών του, καθώς ο συγγραφέας δεν είχε συγγενείς πρώτου βαθμού που θα μπορούσαν να παρέμβουν ως πολιτική αγωγή. Το καθήκον της αναπομπής της υπόθεσης έπεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η οποία δεν είχε πειστεί για το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου που είχε αναγνωριστεί στους κατηγορουμένους, οδηγώντας στην πρόωρη αποφυλάκισή τους.
Πώς ανακινήθηκε η υπόθεση της δολοφονίας
Η ανακίνηση της υπόθεσης της στυγερής δολοφονίας του Μένη Κουμανταρέα οδήγησε τους δύο δράστες εκ νέου στη φυλακή, μια εξέλιξη που ικανοποίησε το περιβάλλον του συγγραφέα, αν και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά εάν προκάλεσε περισσότερη ανακούφιση από ψυχική αναστάτωση.
Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δεν είχε πειστεί για το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου που είχε αναγνωρίσει το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο, επιτρέποντας την αποφυλάκιση των δραστών ύστερα από μόλις επτά χρόνια κράτησης. Αυτή η αναίρεση της αρχικής απόφασης είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή τους στη φυλακή.
Το 2022, μια ομάδα οκτώ αναγνωρισμένων συγγραφέων έστειλε επιστολή στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της για την απελευθέρωση των δολοφόνων. Παρόλο που δεν είναι γνωστό αν αυτή η πρωτοβουλία συνέβαλε άμεσα, νομικοί με μεγάλη εμπειρία υπογραμμίζουν ότι ρόλο στις ραγδαίες εξελίξεις έπαιξαν τόσο η αντίθετη εισαγγελική πρόταση κατά της αναγνώρισης ελαφρυντικών στο Εφετείο, όσο και η εκδημία του Αλέξη Κούγια, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει τους δύο κατηγορουμένους πολύ αποτελεσματικά.
Αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στην επανεξέταση της υπόθεσης από το ανώτατο δικαστήριο.
Η αντίδραση του περιβάλλοντος του Μένη Κουμανταρέα
Συγγενείς, συνάδελφοι και στενοί φίλοι του Μένη Κουμανταρέα εξέφρασαν τη βαθιά ικανοποίησή τους για την απόφαση, την οποία πληροφορήθηκαν την περασμένη Δευτέρα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η μουσειολόγος Αλεξάνδρα Τράντα, ανιψιά της συζύγου του, Λιλής, και κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του, έκανε λόγο για «ηθική δικαίωση».
Εύχεται ο Δήμος Αθηναίων να τιμήσει την παλαιότερη απόφασή του να δώσει το όνομα του Μένη Κουμανταρέα στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, κοντά στο σπίτι του.
Ο ποιητής-δοκιμιογράφος Θάνος Φωσκαρίνης, ο τελευταίος φίλος που τον είδε εν ζωή και τον βρήκε νεκρό, εξέφρασε επίσης την ικανοποίησή του. Τόνισε ότι η απόφαση «αποκαθιστά την πίστη μας στην ελληνική Δικαιοσύνη», αν και η εικόνα του 83χρονου Μένη στραγγαλισμένου δεν του επιτρέπει να λυπηθεί για τη ζωή των δραστών.
Ο φίλος και συγγραφέας Νίκος-Αδάμ Βουδούρης συμπλήρωσε ότι «ο Μένης ήταν τα βιβλία του», αναδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση του συγγραφέα με το έργο του.
Το αθέατο σύμπαν της Αθήνας στα έργα του συγγραφέα
Η ψυχική αναστάτωση και η κοινωνική αμηχανία επανέρχονται κάθε φορά που δημοσιεύονται λεπτομέρειες της φρικτής νύχτας της δολοφονίας, καθώς εκτίθεται η προσωπική ζωή ενός αγαπημένου πεζογράφου. Αποκαλύπτεται το μεταμεσονύκτιο σύμπαν μιας λούμπεν όψης της Αθήνας, που επιβιώνει σε παρόδια μπαρ της Πατησίων και της Αριστοτέλους, κόσμους καβαφικών αποχρώσεων στους οποίους ο Κουμανταρέας κινούνταν με άνεση.
Πολλοί αναζήτησαν στα βιβλία του «προφητικές» περιγραφές του τέλους του ή προσπάθησαν να καμουφλάρουν τις καταδύσεις του στην αγορά της ομοερωτικής επιθυμίας.
Ο Νίκος-Αδάμ Βουδούρης, «συνοδοιπόρος» του Κουμανταρέα σε πολλά από τα «ξεπορτίσματά» του, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ο θησαυρός του χρόνου», σημειώνει ότι ο Μένης δεν αναζητούσε μόνο ερωτική συντροφιά, αλλά και υλικό για τα βιβλία του. Αυτές οι συνδιαλλαγές γίνονταν από θέση κοινωνικής ισχύος, αλλά με μεγάλο προσωπικό ρίσκο, και πάντα με τη σιγουριά της επιστροφής στην αγαπημένη του σύζυγο, Λιλή, σύντροφο της ζωής του από το 1966 έως τον θάνατό της το 2010.
«Γλυκό το ξεπόρτισμα, αλλά γλυκύτερη η επιστροφή στο καταφύγιο του σπιτιού», έγραφε ο συγγραφέας.
Η έλξη προς τον λαϊκό κόσμο και η μοιραία γνωριμία
Η έλξη του Μένη Κουμανταρέα για τον λαϊκό κόσμο και το αδιάκοπο φλερτ με το λούμπεν στοιχείο και τον κίνδυνο, δεν μπορούν να προσεγγιστούν αποκλειστικά μέσω της σεξουαλικότητας. Η κάκιστη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών, δημιούργησε μια ασφυκτική ατμόσφαιρα στο αστικό οικογενειακό περιβάλλον.
Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του νεαρού Κουμανταρέα αναζητούσε διαρκώς αφορμές για να δραπετεύει, βρίσκοντας διέξοδο στην αγάπη του για τους «απλούς, λαϊκούς, αυθεντικούς ανθρώπους» που αργότερα πρωταγωνίστησαν στα βιβλία του.
Εκεί, σε αυτό το περιβάλλον, συνάντησε για πρώτη φορά και τους δύο μελλοντικούς δολοφόνους του, τους νεαρότατους Στεφάν Ματασαρεάνου και Κοσμίν Γκαϊτάν. Με τον Στεφάν γνωρίζονταν για τουλάχιστον δέκα χρόνια, με τον Κουμανταρέα να τον έχει συστήσει στη γυναίκα του και να τον θεωρεί μέλος της ευρύτερης οικογένειάς του.
Ο Στεφάν έκανε μικροδουλειές έναντι δυσανάλογων οικονομικών ευεργετημάτων και γνώριζε ότι τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού της Κηφισιάς «αναπαύονταν» σε οικιακή κρυψώνα στο διαμέρισμα της οδού Ζακύνθου. Αυτή η «λεπτομέρεια» φαίνεται ότι οδήγησε στα ίχνη των δολοφόνων του.
Μια μεταφυσική ανάγνωση του τραγικού τέλους
Εκτός από τις προφανείς εξηγήσεις, υπάρχει και μια δεύτερη, μεταφυσική, ανάγνωση των γεγονότων. Ορισμένοι φίλοι του Μένη Κουμανταρέα ερμηνεύουν ότι ο συγγραφέας υποσυνείδητα πήγαινε «γυρεύοντας» τον θάνατο. Ο καρκίνος στους λεμφαδένες είχε επιστρέψει και σε λίγες ημέρες θα έμπαινε σε ιδιωτικό νοσοκομείο για θεραπείες.
Αυτή η ερμηνεία υποδηλώνει ότι ίσως «προτίμησε» να φύγει όρθιος από το να σβήσει στην παγερή μοναξιά ενός νοσοκομειακού θαλάμου. Έντεκα, σχεδόν, χρόνια μετά, η φρίκη της στυγνής βίας που αποκαλύφθηκε εκείνο το βράδυ, ξημερώματα Αγίου Νικολάου, παραμένει ανεξήγητη και δύσκολα χωνεύεται, ακόμη και μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου.