Αποφάσεις της φορολογικής διοίκησης επικυρώθηκαν μετά από επιτόπιο έλεγχο που οδήγησε σε κατάταξη τιμολογίων ως εικονικών, με αποτέλεσμα ο λήπτης να βαρύνεται για το φορολογικό έτος 2020 και τις συνέπειες της σχετικής πράξης. Στην προσφυγή του ο επιχειρηματίας υποστήριξε ελλείψεις στη νομική τεκμηρίωση, ωστόσο η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών απέρριψε τους ισχυρισμούς, ενώ κρίσιμα στοιχεία αναφέρουν ότι ο εκδότης δεν είχε επιχειρησιακή παρουσία Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών.
Απόφαση της ΔΕΔ
Η ΔΕΔ επικύρωσε τις πράξεις της φορολογικής αρχής μετά από προσφυγή που αφορούσε καταχώριση τιμολογίων στα βιβλία του λήπτη, σημειώνοντας ότι η τεκμηρίωση των ενεργειών περιείχε επαρκή αιτιολογία για την απόρριψη της προσφυγής. Στην απόφαση τονίζεται πως όταν ο εκδότης κριθεί συναλλακτικά ανύπαρκτος, το βάρος απόδειξης «μετατίθεται» στον λήπτη, ο οποίος οφείλει να τεκμηριώσει την πραγματική εκτέλεση των υπηρεσιών πράξεις της ΔΟΥ.
Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι οι ελεγκτικές πράξεις περιλάμβαναν λεπτομερή καταγραφή των στοιχείων του ελέγχου και των ευρημάτων, γεγονός που προσέδωσε βάρος στην κρίση της διοίκησης και όχι αποκλειστικά στον εκδότη των στοιχείων. Η ΔΕΔ έκρινε πως η προσφυγή δεν περιείχε τα απαιτούμενα αποδεικτικά έγγραφα για την υποστήριξη της πραγματικής παροχής υπηρεσιών.
Έλεγχος και διαπιστώσεις
Ο φορολογικός έλεγχος διαπίστωσε ότι ο εκδότης ήταν φορολογικά καταχωρισμένος αλλά δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία λειτουργίας όπως προσωπικό, εγκαταστάσεις ή αγορές που να δικαιολογούν τις χρεώσεις, στοιχεία που οδήγησαν στην εκτίμηση της συναλλακτικής ανυπαρξίας.
Επιπλέον, η επιχείρηση δεν προσκόμισε βιβλία και άλλα στοιχεία που να τεκμηριώνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα ελεγκτικές πράξεις.
Από τα διαθέσιμα δεδομένα προέκυψε έλλειψη εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και συνεργασιών με υπεργολάβους, ενώ δεν υπήρχαν αποδείξεις πληρωμής ή συμβάσεις που να τεκμηριώνουν την εκτέλεση των υπηρεσιών· όλα τα τιμολόγια έφεραν την ένδειξη «επί πιστώσει», στοιχείο που συνέβαλε στην εκτίμηση ότι οι υπηρεσίες δεν παρασχέθηκαν πραγματικά.
Ισχύς του βάρους απόδειξης
Η απόφαση της ΔΕΔ στηρίχθηκε στη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία, όταν η έρευνα δείχνει ότι ο εκδότης είναι συναλλακτικά ανύπαρκτος, το βάρος απόδειξης για την πραγματικότητα των συναλλαγών μεταφέρεται στον λήπτη, ο οποίος πρέπει να προσκομίσει συμβάσεις, στοιχεία πληρωμής ή άλλα αποδεικτικά για την παροχή υπηρεσιών εικονικά τιμολόγια.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία, η ΔΕΔ θεωρεί ότι η μόνη εύλογη εξήγηση είναι η εικονικότητα των τιμολογίων, γεγονός που επιτρέπει στην εφορία να ακυρώσει εκ των υστέρων τις φορολογικές ωφέλειες που είχε λάβει ο λήπτης, πέρα από τυχόν πρόσθετες επιβαρύνσεις για φόρους και πρόστιμα ελεγκτική κρίση.
Η υπόθεση καταδεικνύει ότι η απλή ύπαρξη καταχωρίσεων στα βιβλία δεν επαρκεί όταν λείπουν τα συνοδευτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την πραγματική παροχή υπηρεσιών, ενώ η διοικητική κρίση μπορεί να ανατρέψει τις φορολογικές διευκολύνσεις όταν οι εκδότες εμφανίζονται χωρίς επιχειρησιακή υπόσταση.