- Το ΣτΕ υποχρεώνει την πολιτεία να παρέμβει για τη διάσωση των διατηρητέων κτιρίων.
- Οι ιδιοκτήτες αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος και γραφειοκρατία χωρίς επαρκή κίνητρα.
- Στο εξωτερικό εφαρμόζονται φορολογικές ελαφρύνσεις και οικονομικές ενισχύσεις για διατηρητέα.
- Το ΥΠΕΝ επιδιώκει τον αποχαρακτηρισμό του «σπιτιού Μακρυγιάννη» στο Άργος, παρά τις αντιδράσεις.
- Χιλιάδες κτίρια του Μεσοπολέμου κατεδαφίζονται, αλλοιώνοντας την ιστορική ταυτότητα των πόλεων.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) αποφάσισε πρόσφατα ότι η πολιτεία φέρει τη συνταγματική ευθύνη για τη διάσωση των διατηρητέων κτιρίων, υποχρεώνοντάς την να παρέμβει όταν αυτά βρίσκονται σε κίνδυνο. Η απόφαση αυτή, που εκδόθηκε έπειτα από προσφυγή πολιτών για τέσσερα ιστορικά κτίρια στο Άργος, αναδεικνύει το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι περίπου 25.000-30.000 ιδιοκτήτες σε όλη τη χώρα, οι οποίοι συχνά αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος συντήρησης και τη γραφειοκρατία.
Αυτή η σημαντική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έρχεται να επιβεβαιώσει μια παθογένεια δεκαετιών στην Ελλάδα, όπου η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς συχνά εναποτίθεται αποκλειστικά στους ιδιώτες ιδιοκτήτες, χωρίς επαρκή κίνητρα ή υποστήριξη από την πολιτεία.
Το ζήτημα της διάσωσης των διατηρητέων κτιρίων αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα που συνδυάζει νομικές, οικονομικές και γραφειοκρατικές προκλήσεις, επηρεάζοντας χιλιάδες ακίνητα σε όλη τη χώρα.
Η απόφαση του ΣτΕ και η ευθύνη της πολιτείας
Πρόσφατα, το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με την απόφαση αρ. 2043/2025, έκρινε ότι η πολιτεία έχει συνταγματική υποχρέωση να προστατεύει την αρχιτεκτονική κληρονομιά. Η απόφαση αυτή λήφθηκε έπειτα από προσφυγή πολιτών που ζητούσαν τη διάσωση τεσσάρων ιστορικών κτιρίων στο Άργος, μεταξύ των οποίων η οικία Τσώκρη και το «σπίτι Μακρυγιάννη».
Το ΣτΕ διέταξε τους υπουργούς Περιβάλλοντος και Πολιτισμού να επανεξετάσουν την υπόθεση και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας, διατάσσοντας εργασίες συντήρησης, στερέωσης ή αναστήλωσης με μέριμνα των ιδιοκτητών ή της υπηρεσίας.
Οι προκλήσεις των ιδιοκτητών και η γραφειοκρατία
Για τους περίπου 25.000-30.000 ιδιοκτήτες διατηρητέων σε όλη τη χώρα, η ιδιοκτησία ενός τέτοιου ακινήτου συχνά μετατρέπεται σε «κατάρα». Όπως επισημαίνει στην «Κ» η Ειρήνη Γρατσία, αρχαιολόγος και συντονίστρια της MONUMENTA, πολλοί ιδιοκτήτες αφήνουν τα κτίρια να ρημάξουν είτε λόγω αδυναμίας κάλυψης του κόστους αποκατάστασης είτε συνειδητά, με στόχο τον αποχαρακτηρισμό τους.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ιδιοκτήτριας στη Χαλκίδα που καλείται να διατηρήσει την ιστορικότητα της πόλης χωρίς καμία βοήθεια.
Η γραφειοκρατία αποτελεί ένα ακόμα τεράστιο εμπόδιο. Ο αρχιτέκτονας Λ. Μιχαλούτσος περιγράφει την εμπειρία του για την ανακαίνιση ενός διατηρητέου στου Ψυρρή, όπου απαιτήθηκε έγκριση από πολλαπλές υπηρεσίες (Αρχαιολογική Υπηρεσία, Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, Υπηρεσίες Νεωτέρων Μνημείων, τοπικό συμβούλιο μνημείων), με τη διαδικασία να διαρκεί πάνω από 1,5 χρόνο.
Η έλλειψη διασύνδεσης των υπηρεσιών και η απαίτηση για έντυπους φακέλους επιδεινώνουν την κατάσταση, οδηγώντας συχνά τους ιδιοκτήτες στην απελπισία.
Το παράδειγμα του εξωτερικού και οι προτάσεις λύσεων
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στο εξωτερικό έχουν βρεθεί αποτελεσματικές λύσεις για την προστασία των διατηρητέων. Ο αρχιτέκτονας Θεμιστοκλής Μπιλής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι σε χώρες όπως η Ιταλία, προβλέπονται μειώσεις στον φόρο ακινήτου και οικονομικές ενισχύσεις για τη στέρηση χρήσης, κίνητρα που στην Ελλάδα απουσιάζουν παντελώς.
Οι ιδιοκτήτες εδώ επωμίζονται όλο το βάρος της διατήρησης της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τους αναλυτές και τους ειδικούς στον χώρο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς είναι η συνεχιζόμενη απώλεια ιστορικών κτιρίων, ιδίως του Μεσοπολέμου, που οδηγεί σε αλλοίωση της ταυτότητας των ελληνικών πόλεων. Η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου κινήτρων και η αδυναμία των δήμων να αξιοποιήσουν χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως επισημαίνουν πολλοί, συμβάλλουν σε έναν φαύλο κύκλο απαξίωσης, με μόνο κερδισμένο την άναρχη ανοικοδόμηση.
Η έρευνα της «Κ» της 26ης Ιανουαρίου 2025, «Ο διαρκής θάνατος της μονοκατοικίας», αποκάλυψε ότι μόνο το 2024 στην Αττική κατεδαφίστηκαν 1.266 μονοκατοικίες, ενώ από το 2019 έως το 2024 εκδόθηκαν 5.582 άδειες ολικής κατεδάφισης. Πολλοί ιδιοκτήτες προσπαθούν να κατεδαφίσουν τα κτίρια πριν αυτά συμπληρώσουν τα 100 χρόνια, όριο που αποτελεί κριτήριο για την κήρυξή τους ως μνημείων από τις Υπηρεσίες Νεωτέρων Μνημείων, καθώς η διαδικασία χαρακτηρισμού «παγώνει» τις άδειες κατεδάφισης και είναι χρονοβόρα.
Οι αντιδράσεις και τα επόμενα βήματα
Ενώ το ΣτΕ υπογραμμίζει την ανάγκη προστασίας, το Υπουργείο Περιβάλλοντος ξεκίνησε τον Οκτώβριο διαδικασίες για τον αποχαρακτηρισμό του «σπιτιού Μακρυγιάννη» στο Άργος, επικαλούμενο την ερειπιώδη κατάσταση του κτιρίου και αμφισβητώντας την ιστορική του σύνδεση με τον στρατηγό.
Ωστόσο, ομότιμοι καθηγητές του ΕΜΠ, όπως οι Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Μάνος Μπίρης και Γιώργος Σαρηγιάννης, είχαν στο παρελθόν τοποθετηθεί κατά του αποχαρακτηρισμού, υπογραμμίζοντας τη σημασία του κτιρίου.
Η απόφαση του ΣτΕ δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο ευθύνης για την πολιτεία, αναγκάζοντάς την να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ωστόσο, η έλλειψη πολιτισμικού υποβάθρου και η αδυναμία αξιοποίησης χρηματοδοτικών εργαλείων από τους δήμους παραμένουν σημαντικές προκλήσεις.
Η επόμενη μέρα θα δείξει αν αυτή η δικαστική παρέμβαση θα αποτελέσει την αρχή μιας ουσιαστικής αλλαγής ή αν θα παραμείνει μια μεμονωμένη νίκη στον αγώνα για τη διατήρηση των διατηρητέων.