Οι συνταξιούχοι μπορούν υπό προϋποθέσεις να συνεχίσουν να εργάζονται χωρίς απώλεια του πλήρους ποσού της σύνταξης σε πολλές περιπτώσεις, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλονται ειδικές εισφορές και δηλωτικές υποχρεώσεις. Η βασική ρύθμιση μετά τον ν. 5078/2023 προβλέπει ότι η απασχόληση μπορεί να συνοδεύεται από την καταβολή τόσο των αποδοχών όσο και του πλήρες ποσό της σύνταξης, με επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ανάλογα με την ιδιότητα του απασχολούμενου.
Γενικός κανόνας απασχόλησης συνταξιούχων
Σε γενικές γραμμές η νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα σε συνταξιούχους γήρατος να λαμβάνουν ταυτόχρονα εισόδημα από εργασία και σύνταξη, με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι προβλεπόμενοι όροι. Στη νομοθεσία αναφέρεται ρητά η επιβολή ενός πόρου μη ανταποδοτικού που συνδέεται με την παράλληλη απασχόληση και καταβάλλεται υπέρ του e-ΕΦΚΑ.
Η χρονική διάρκεια της παράλληλης απασχόλησης αναγνωρίζεται ως χρόνος ασφάλισης και μπορεί να μετατραπεί σε συντάξιμη βάση με αίτηση του ασφαλισμένου κατά τη διακοπή της εργασίας. Έτσι, ο εργάσιμος χρόνος μπορεί να προσαυξήσει μελλοντικά τις συντάξιμες παροχές, εφόσον γίνει αίτηση αξιοποίησης χρόνου από τον ενδιαφερόμενο.
Πόροι και ασφαλιστικές εισφορές
Το ύψος του πόρου διαφέρει ανάλογα με το αν ο συνταξιούχος εργάζεται ως μισθωτός ή ως μη μισθωτός. Για τους μισθωτούς προβλέπεται επιβάρυνση 10% επί των μηνιαίων μικτών αποδοχών, ενώ για τους μη μισθωτούς εφαρμόζονται ποσοστά 40% ή 50% επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας, ανάλογα με την περίπτωση.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ένας συνταξιούχος που εργάζεται και παράλληλα εισπράττει σύνταξη θα δει τις αποδοχές του μειωμένες κατά το προβλεπόμενο ποσοστό, χωρίς περικοπή της ίδιας της σύνταξης. Παράλληλα, ο χρόνος απασχόλησης λογίζεται ως συντάξιμος χρόνος και μπορεί να επηρεάσει μελλοντικές αυξήσεις.
Για παράδειγμα, ένας συνταξιούχος του ΙΚΑ που εργάζεται από 01/2024 έως 10/2025 λαμβάνει το πλήρες ποσό της σύνταξης και αποδοχές μειωμένες κατά 10% στους μήνες αυτούς, ενώ μετά τη διακοπή της απασχόλησης μπορεί να ζητήσει την αξιοποίηση των 22 μηνών ασφάλισης προς προσαύξηση της σύνταξης.
Υποχρεώσεις δήλωσης και κυρώσεις
Όσοι υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης και σκοπεύουν να συνεχίσουν την εργασία τους πρέπει να έχουν υπόψη ειδική δηλωτική προθεσμία. Συγκεκριμένα, η δήλωση απασχόλησης συνταξιούχου πρέπει να κατατεθεί εντός του μήνα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Η μη τήρηση της παραπάνω προθεσμίας επισύρει βαριά διοικητική κύρωση, καθώς προβλέπεται η στέρηση του ποσού ισοδύναμου με 12 μηνιαίες συντάξεις. Πρόκειται για μέτρο που επιβάλλεται για την αποφυγή παραλείψεων και την ορθή διαχείριση του ασφαλιστικού συστήματος.
Εξαιρέσεις και ειδικές κατηγορίες
Υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις στο γενικό καθεστώς, με πρώτη την περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν μπορούν να συνεχίσουν στην ίδια υπαλληλική σχέση και να λαμβάνουν σύνταξη ταυτόχρονα. Η λύση της υπαλληλικής σχέσης είναι προϋπόθεση υποβολής αίτησης για σύνταξη σε αυτή την ομάδα.
Στους συνταξιούχους του τ. ΟΓΑ και σε άλλες περιπτώσεις αγροτικής δραστηριότητας που έχουν ετήσιο εισόδημα έως 10.000€ από την αγροτική απασχόληση, η σύνταξη καταβάλλεται πλήρως και δεν εφαρμόζεται υποχρέωση για τον επιπλέον πόρο ή εισφορές.
Ακόμη, συνταξιούχοι γήρατος που εργάζονται σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και δεν έχουν συμπληρώσει το 62ο έτος δεν λαμβάνουν σύνταξη όσο διαρκεί η απασχόληση, αλλά μόνο αποδοχές από την υπηρεσία. Επίσης, πολύτεκνοι με ανήλικο ή σπουδάζον τέκνο μπορούν να απαλλάσσονται από την καταβολή του επιπλέον πόρου υπό προϋποθέσεις.
Σε ό,τι αφορά τους συνταξιούχους αναπηρίας, ο ν. 5157/2024 κατήργησε από 01/01/2024 την υποχρέωση διακοπής απασχόλησης για τη λήψη αναπηρικής σύνταξης, με αποτέλεσμα να μπορούν να λαμβάνουν ταυτόχρονα σύνταξη και αποδοχές χωρίς τον επιπλέον πόρο. Εξαιρέσεις παραμένουν οι δημόσιοι υπάλληλοι και το προσωπικό ορισμένων φορέων, όπου εφαρμόζονται ειδικοί περιορισμοί σύμφωνα με το αρ. 8 του ν. 3801/2009.
Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ που συνταξιοδοτούνται λόγω γήρατος μπορούν να παραμείνουν στην υπηρεσία από την υποβολή της αίτησης μέχρι τον μήνα έκδοσης της απόφασης, λαμβάνοντας παράλληλα αποδοχές και σύνταξη, αλλά ο χρόνος αυτός δεν λογίζεται ως συντάξιμος και η υπαλληλική σχέση λύεται με την έκδοση της απόφασης.
Η τρέχουσα ρύθμιση θεωρείται γενικά πιο ευνοϊκή για την παράλληλη απασχόληση, ωστόσο οι διαφοροποιήσεις ανά περίπτωση είναι σημαντικές και απαιτούν προσεκτική προσέγγιση στη φύση της εργασιακής σχέσης. Για την προστασία των ασφαλιστικών δικαιωμάτων συνιστάται η έγκυρη νομική ή συμβουλευτική στήριξη πριν από αποφάσεις που επηρεάζουν τη συνταξιοδότηση.